-
1 συσπειράω
A contract,ἡ γαστὴρ συναγαγοῦσα.. ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Gal.UP4.7
:—[voice] Med. and [voice] Pass., shrink up, contract, Pl.Smp. 206d; of skin and flesh, Antyll. ap. Orib.45.15.3.b metaph.,ἡ ἀμέρεια σφίγγουσα καὶ -ῶσα Procl.Inst.86
;ἐν ἑαυτῷ συνεσπειραμένον Dam. Pr. 138
;εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα συσταλέντας καὶ -αθέντας Plu.2.828c
.2 [voice] Med. and [voice] Pass., of soldiers, to be formed in close order (v.σπεῖρα 11
), X.Cyr.7.5.6, An.1.8.21, etc.; σ. ἐπὶ τὴν Μουνιχίαν march in close order to.., Id.HG2.4.11;οἱ ἐχθροὶ -σάμενοι Eun.VSp.488
B.; of bees,περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι Arist.HA 625b8
.3 [voice] Med. and [voice] Pass., coil or be coiled up,σ. ὡς καθευδήσων Plu.2.77e
; σ. εἰς ἑαυτό, of the wood-louse, Thphr.HP4.3.6;πλόκαμος συνεσπειραμένος Luc.Nav.2
.II wrap up, ([etym.] ὁ σκύλαξ) γᾷ συνεσπείρασεν ([etym.] τὸν σῦν) wrapped him in earth, i.e. laid him low, PCair.Zen.532.21 (iii B.C.).2 tie up together, bunch together, βελόναις συνεσπειραμέναις κατακεντήσας with a bunch of needles, Paul.Aeg.4.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσπειράω
См. также в других словарях:
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek